Ως Διαμεσολάβηση ορίζεται μια σύντομη και σύννομη διαρθρωμένη διαδικασία εκούσια, εχέμυθη και εμπιστευτική στην οποία παρίστανται τα εμπλεκόμενα μέρη μαζί με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, και ένα τρίτο ουδέτερο πρόσωπο τον Διαμεσολαβητή.
Η Διαμεσολάβηση είναι ένας εναλλακτικός τρόπος επίλυσης μιας διαφοράς μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών με φιλικό, , γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο. Διεξάγεται με τη συνδρομή ενός τρίτου ουδέτερου μέρους, του Διαμεσολαβητή, ο οποίος, με τις εξειδικευμένες γνώσεις και τις δεξιότητες που διαθέτει, μπορεί να οδηγήσει στη γεφύρωση των διαφορών και στην οριστική επίτευξη συμφωνίας.
Σκοπός της Διαμεσολάβησης είναι η επίτευξη συμφωνίας σε μια διένεξη μέσω μιας αμοιβαία αποδεκτής, επιθυμητής και βιώσιμης λύσης που ανταποκρίνεται στα συμφέροντα και στις ανάγκες των μερών. Στόχος της είναι η γεφύρωση των διαφορών, η ανάδειξη εναλλακτικών προτάσεων και τελικά η ικανοποίηση των μερών από τη συμφωνία που επιτυγχάνεται.
Η Διαμεσολάβηση μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε στάδιο μιας διαφωνίας/διένεξης. Μπορεί να εφαρμοστεί ήδη με την εκδήλωση της διαφωνίας, πριν ή ακόμα και κατά τη διάρκεια μιας δικαστικής διαμάχης. Είναι μια εθελοντική διαδικασία, η οποία, αν δεν καταλήξει σε συμφωνία που ικανοποιεί τα μέρη, δεν παράγει οποιοδήποτε αποτέλεσμα ούτε δέσμευση για κανένα μέρος.
H Διαμεσολάβηση θεσμοθετήθηκε αρχικά στην Ελλάδα, με το Νόμο 3898/2010, που μετέφερε στο εθνικό μας δίκαιο την κοινοτική Οδηγία 2008/52/ΕΚ, ενώ η ισχύουσα νομοθεσία περιγράφεται στο Νόμο 4512/2018. Έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως η πιο επιτυχημένη διαδικασία στην επίλυση διαφορών και ειδικότερα πριν οι διαφορές αυτές προσεγγίσουν τη δικαστική οδό.